- κιτρινόχρους
- -ουνκιτρινόχρωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρινος + -χρους (< χρώς), πρβλ. μελάγ-χρους, φαιό-χρους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… … Dictionary of Greek
κιτρινόχροια — η κίτρινη απόχρωση, κιτρινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιτρινόχρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κιτρόχρους — κιτρόχρους, ουν και οος, οον (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τών κίτρων, κιτρινόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρον + χρους (< χρώς), πρβλ. λευκό χρους, φαιό χρους] … Dictionary of Greek